ιματιοπωλικός

ιματιοπωλικός
ἱματιοπωλικός καί ἱματοπωλικός, -όν (Α) [ιματιοπώλης)
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱματιοπωλικόν και ἱματοπωλικόν
φόρος που κατέβαλλαν οι έμποροι ιματίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”